- σαρκοφανής
- σαρκο-φᾰνής, ές,A with a fleshy outside, S.E.P.1.50.II Subst., open-work garment, ἄρτι μοι πέμψον σαρκοφανὴν ἔχοντα κτλ. POxy. 936.26 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαρκοφανής — ές, Α 1. αυτός που έχει σαρκώδες περίβλημα, που μοιάζει εξωτερικά με σάρκα 2. (στο αρσ. ως ουσ.) ὁ σαρκοφανής ένδυμα με ανοίγματα που επέτρεπαν να φαίνεται η σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. ιππο φανής, ξυλο … Dictionary of Greek
σαρκοφανῆ — σαρκοφανής with a fleshy outside neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σαρκοφανής with a fleshy outside masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σαρκοφανής with a fleshy outside masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek